- επιστοναχίζω
- ἐπιστοναχίζω (Α)επιστένω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στοναχίζω, παράλληλος τ. τού στεναχίζω «στενάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεστενάχιζε — ἐπιστοναχίζω imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστενάχισε — ἐπιστοναχίζω aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστονάχιζε — ἐπιστοναχίζω imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστονάχιζεν — ἐπιστοναχίζω imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεστονάχισε — ἐπιστοναχίζω aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστεναχίζεται — ἐπιστεναχίζω pres ind mp 3rd sg ἐπιστοναχίζω pres ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)